- χορικοί
- χορικόςofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Хорегия — (χορηγία) в Древней Греции один из видов натуральной повинности или общественной службы (λειτουργία), обязывавший наиболее состоятельных из граждан давать средства на музыкальные и хоровые состязания и поставлять хоры для драматических… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
χορικός — ή, ό / χορικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορός] 1. (θεατρ. φιλολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. (το ουδ. στον εν. ή στον πληθ. ως ουσ.) το χορικό ή τα χορικά άσμα που άδεται από τα μέλη τού χορού θεάτρου ή εκκλησίας 3. φρ. «χορική ποίηση» φιλολ … Dictionary of Greek